Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Ματθ. ιε΄ 21-28

21 Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ  Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. 22 καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. 23 ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. 24 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου  Ἰσραήλ. 25 ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. 26 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. 27 ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. 28 τότε ἀποκριθεὶς ὁ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.

Λυπήσου με, Κύριε, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ! Ἡ κόρη μου φρικτά ὑποφέρει ἀπό σκληρό δαιμόνιο! «Κακῶς δαιμονίζεται».

Σπαρακτική ἀκούστηκε ἀπό μακριά ἡ κραυγή. Ἦταν μιά γυναίκα Χαναναία, πού εἶχε βγεῖ ἀπ’ τό χωριό της καί μέ ἁπλωμένα χέρια ἱκέτευε…Ὁ Κύριος, πού ἀκόμη καί στόν παραμικρό ἀναστεναγμό ἔσκυβε πάντα πρόθυμα μέ καλοσύνη, ἐδῶ οὔτε πού γύρισε τό βλέμμα. Μέ τή θεϊκή Του σκέψη κάτι ἄλλο, μεγαλύτερο ἀπό μιά ἁπλή θεραπεία προγραμμάτιζε. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς κι ἐξακολούθησε ἀτάραχα νά βαδίζει στόν ἀπόμερο ἐκεῖνο δρόμο κοντά στά «μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος».

Ὁ ὅμιλος τῶν μαθητῶν, πού Τόν περιστοίχιζε, γέμισε μέ ἀπορία. Στό μεταξύ ἡ δύστυχη μάνα ἐπανέλαβε τήν κραυγή της πάλι καί πάλι: – «Υἱὲ Δαυΐδ», ρίξε μιά ματιά καί στό δικό μου πόνο!

«Ἐλέησόν με»! Καμιά ἀπόκριση.

Ὁ Κύριος ἀργά μά σταθερά ἀπομακρυνόταν μέ φαινομενική ἀδιαφορία. Ὡστόσο, στίς σπαραξικάρδιες ἐκκλήσεις τῆς Χαναναίας δέν ἄντεξαν οἱ μαθητές. Πῆραν τό θάρρος νά παρέμβουν. Κύκλωσαν μέ ἀγωνία τό Διδάσκαλό τους καί «ἠρώτων αὐτόν». Τόν παρακαλοῦσαν ἔνθερμα. Τόν πολιορκοῦσαν.

– «Ἀπόλυσον αὐτήν», Διδάσκαλε. Κάνε της τό καλό, νά φύγει, «ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν». Δέ φαίνεται νά σταματήσει τίς ἱκετευτικές κραυγές ξοπίσω μας. Κρίμα εἶναι…

Κοφτά καί σοβαρά τούς ἀπάντησε ὁ Χριστός: – «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Ἐγώ ἀποστολή ἔχω νά περιμαζέψω τά πρόβατα τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ. Δέν εἶναι δυνατόν ν’ἀσχολοῦμαι μέ ἄλλους.

Στό μεταξύ ὅμως, νά πού τούς πρόφθασε τρέχοντας καί παρακαλώντας ἡ πονεμένη μάνα. Τούς ἔκοψε τό δρόμο, καθώς ρίχτηκε μέ ἄπειρη εὐλάβεια μπροστά στά πόδια τοῦ Κυρίου, καί ἔμεινε ἐκεῖ πεσμένη, «προσεκύνει», λέγοντας:

– «Κύριε, βοήθει μοι».

Τί σπαραγμό, στ’ ἀλήθεια, ἔκρυβε ἡ μικρή αὐτή φράση! Ἀλλά ὁ Χριστός μας ἔμενε ἀμετάπειστος στή φαινομενική ψυχρότητά Του. – Δέν εἶναι καθόλου σωστό – τῆς εἶπε – νά πάρει κανείς τό ψωμί ἀπ’ τά παιδιά του, γιά νά τό ρίξει στά σκυλάκια. Ἐσεῖς οἱ Ἐθνικοί δέν εἶστε παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἔχετε παραστρατήσει. Ἑπομένως, μή ζητᾶτε τίς ἴδιες εὐλογίες πού ἀπολαμβάνει ὁ λαός Του.

Πάγωσαν ὅλοι. Καημένη μάνα! Πρέπει νά φύγεις ἄπρακτη κι ἐξουθενωμένη. Εἶναι ὥρα ν’ ἀναλυθεῖς σέ κλάμα γοερό ἤ νά ξεσπάσεις σέ παράπονα… Ἀλλ’ ὄχι. Ἡ Χαναναία δέ λύγισε, δέν προσβλήθηκε, δέν ἀγανάκτησε ἀπό τήν παιδαγωγία. Μέ περισσότερη θερμότητα τώρα, μέ πιό βαθιά ταπείνωση, εὐλάβεια καί πονεμένη συστολή ἐπέμεινε στό αἴτημά της λέγοντας:–«Ναί, Κύριε». Ὅπως τό λές εἶναι. «Κυνάρια» εἴμαστε, ὄχι παιδιά Σου, καί δέν ἔχουμε δικαιώματα στόν «ἄρτον τῶν τέκνων». Κάποια ψίχουλα ὅμως πού πέφτουν ἀπό τό τραπέζι «τῶν κυρίων», κάποιες ἐλάχιστες εὐλογίες ἀπ’ τήν πλούσια χάρη Σου, σάν σκυλάκια ταπεινά πού τριγυρνοῦμε παρακλητικά στά πόδια Σου, μποροῦμε νά ἐλπίζουμε.

Δέν μποροῦμε; – «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!» ἀναφώνησε ὁ Χριστός. Ἔχεις πίστη ἀξιοθαύμαστη. Ἐπέμεινες. Δέ λύγισες μπροστά σέ καμιά δοκιμασία. Λοιπόν, «γενηθήτω σοι ὡς θέλεις». Ἄς γίνει ὅπως ἀκριβῶς τό ἐπιθυμεῖς.

Καί πραγματικά. Ἀπό κείνη τή στιγμή, «ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης», γιατρεύτηκε ἡ κόρη της ὁριστικά. Εἶναι χαρακτηριστική καί πολύ διδακτική ἡ ἐπιμονή τῆς Χαναναίας. Κυριολεκτικά ἔκανε μάχη γιά ν’ ἀποσπάσει τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά προσέξτε. Αὐτή ἡ θερμή ἐπιμονή δέν εἶχε μέσα της πεῖσμα, προπέτεια ἤ ἐγωισμό. Ἦταν συνυφασμένη μέ ταπείνωση ἐκπληκτική, κι ἀπέραντη ἀφοσίωση κι ἐμπιστοσύνη στή θεία φιλοστοργία.Ἔκανε πώς τήν ἀγνοεῖ ὁ Χριστός. Δέν ἀποθαρρύνθηκε, δέν ἀπέκαμε ἐκείνη. Τόν ἀναζήτησε μέ ἰσχυρότερο πόθο. Τήν ὀνόμασε «σκυλάκι» ἀνάξιο λόγου. Δέν παρεξηγήθηκε. Δέ σηκώθηκε νά φύγει ὀργισμένη. Παραδέχθηκε τά ὑποτιμητικά λόγια καί τά μετέτρεψε σέ ἐπιχείρημά της. Τό χέρι πού ἁπλώθηκε νά τή διώξει, αὐτή τό ἅρπαξε νά τό φιλήσει, νά στηριχθεῖ καί νά σωθεῖ ἀπ’ αὐτό!

Ἔτσι κι ἐμεῖς. Ὅταν ζητοῦμε κάτι ἀπ’ τόν Πανάγαθο Θεό, νά τό ζητοῦμε ἀκούραστα, ἐπίμονα ἀλλά καί ταπεινά. Ὄχι μέ ἀπαιτήσεις καί γογγυσμό, ἀλλά μέ εὐλαβική ἀποδοχήτῆς θείας παιδαγωγίας. – «Κύριε, βοήθει μοι», θά πεῖ κάποιος. Μιά ξαφνική ἀρρώστια μοῦ παρουσιάσθηκε κι ἀνησυχῶ. Μισόλογα λένε οἱ γιατροί. Ποῦ νά στηριχθῶ; Σέ Σένα ἐναποθέτω τό καυτό πρόβλημά μου. Σέ ἱκετεύω. Κι ἄν καθυστερήσεις, κι ἄν σιωπᾶς, ἐγώ θά περιμένω…

– «Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ», θά φωνάξει ἄλλος. Ἔχω ἀγωνία μέ τίς σπουδές. Ὁ μεγάλος συναγωνισμός μέ φοβίζει. Κάποιες ἀποτυχίες μέ ἀποθαρρύνουν. Ὡστόσο, θέλω νά προχωρήσω. Μή μέ ἀφήνεις. Ἀγωνίζομαι, προσεύχομαι κι ἐλπίζω… Ἄν τά «κυνάρια» γεύονται «ἀπὸ τῶν ψιχίων… τῆς τραπέζης» Σου, πόσο μᾶλλον τά παιδιά Σου – ὅσο ἀνάξια κι ἄν εἶναι – μποροῦν νά ἐλπίζουν.

– «Ἐλέησόν με, Κύριε», θ’ ἀκουσθεῖ καί τρίτος. Σπλαχνίσου με. Τό σπίτι μου δοκιμάζεται σκληρά. Τά ἀδέλφια μου… Οἱ γονεῖς μου… Ἔχουμε ἄμεση ἀνάγκη τῆς παρουσίας καί τῆς εἰρήνης Σου. Γι’ αὐτό καί μ’ ἐγκαρτέρηση ἀδιάκοπα Σέ ἱκετεύω, ἔχοντας τήν πεποίθηση ὅτι δέν ἀδιαφορεῖς. Ὅσο κι ἄν ἀργεῖς…

Ὅταν ἔτσι ἐπίμονα καί ταπεινά προσευχηθοῦμε, τότε θά μᾶς χαρίσει γενναιόδωρα τίς εὐλογίες Του ὁ Χριστός. Θά μᾶς ἀξιώσει πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά Τόν ἔχουμε πλησιάσει καί νά ‘χουμε συνδεθεῖ μαζί Του.

Κατόπιν θά μᾶς χαρίσει τήν εὐαρέσκεια, τήν εὔνοια, τό θεοτίμητο ἔπαινό Του. Τέλος, θά ἱκανοποιήσει καί τό αἴτημά μας. Θά δώσει τή θεοπρεπή ἐντολή:

«Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις».