Ευαγγελικό Ανάγνωσμα Λουκ. ιη΄ 18-27

18 Καὶ ἐπηρώτησέ τις αὐτὸν ἄρχων λέγων· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 19 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. 20 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου. 21 ὁ δὲ εἶπε· ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 22 ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 23 ὁ δὲ ἀκούσας ταῦτα περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα. 24 ἰδὼν δὲ αὐτὸν ὁ  Ἰησοῦς περίλυπον γενόμενον εἶπε· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ! 25 εὐκοπώτερον γάρ ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 εἶπον δὲ οἱ ἀκούσαντες· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ὁ δὲ εἶπε· τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν.

Ἦταν νέος στήν ἡλικία· εἶχε κοινωνική θέση κι ἦταν «πλούσιος σφόδρα»· εἶχε, ἴσως, καί ἀνατροφή ἐπιμελημένη. Ὅπως φαίνεται θά εἶχε καί μερικές φορές ἀκούσει τόν Κύριο νά διδάσκει. Ὅλα τά καλά καί τ’ ἀγαθά τά εἶχε καί τά ἀπολάμβανε. Ὅμως ἡ ψυχή δέ χορταίνει ἀπό ὑλικά ἀγαθά. Κι εἶχε ἀρχίσει νά νιώθει πώς ὅλα αὐτά δέν εἶναι ἄξια νά τόν ἱκανοποιήσουν καί νά τόν κάνουν παντοτινά εὐτυχισμένο, ἀφοῦ κάποια μέρα θα τ’ ἀφήσει ἀναγκαστικά πίσω του, κλείνοντας γιά πάντα τά μάτια στή ζωή αὐτή.

Ἀπό κεῖ καί πέρα τί θά γίνει; Τό θέμα αὐτό πολύ τόν ἀπασχόλησε. Τό ξέρει ὅτι ἡ ζωή συνεχίζεται καί μετά τό θάνατο… Ὅμως, μέ ποιά μορφή θά μπορέσει νά τήν ἀπολαύσει; Ὑπάρχει εὐτυχία αἰώνια στόν Παράδεισο, ἀλλά καί δυστυχία αἰώνια στόν Ἅδη, ὅπου σκοτάδι βασιλεύει. Ἀπ’ ὅσα εἶχε ἀκούσει καταλάβαινε ὅτι ὁ Κύριος θά ἦταν ὁ μόνος κατάλληλος νά τοῦ δώσει γνώμη. Γι’ αὐτό πλησιάζει καί Τόν ρωτάει:

–«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;»

Ὁ κύριος τοῦ ἀπάντησε:

–Ἀφοῦ ἔχεις τήν ἰδέα πώς εἶμαι ἄνθρωπος ἁπλός, γιατί μέ λές «ἀγαθόν»; Κανένας δέν εἶναι ἀπό τόν ἑαυτό του ἀπόλυτα ἀγαθός, παρά μονάχα ὁ Θεός. Ἐσύ τίς ξέρεις τίς ἐντολές. Αὐτές νά τηρήσεις. Στή συνέχεια τοῦ ἀνέφερε τίς ἐντολές ἐκεῖνες πού κανονίζουν τίς σχέσεις τοῦ κάθε
ἀνθρώπου μέ τούς ἄλλους καί ἀπαιτοῦν νά σεβόμαστε τήν τιμή, τή ζωή καί τήν περιουσία τῶν ἄλλων… Καί ἀκόμη, τόν ἰδιαίτερο σεβασμό καί τήν τιμή πού ὀφείλουμε στούς γονεῖς μας. Μόλις ὁ Κύριος τελείωσε, ὁ νέος ἔδωσε βιαστική τήν ἀπάντηση, πράγμα πού ἔδειχνε πώς δέν ἱκανοποιήθηκε:

«Ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου»!

–Τά τήρησα ὅλα αὐτά ἀπό τή νεαρή μου ἡλικία.

Ἦταν, βέβαια, πολύ πρόχειρη ἡ ἀπάντηση αὐτή, χωρίς καμιά βαθύτερη ἐξέταση τοῦ
ἑαυτοῦ του. Κι ἦταν σάν νά ἔλεγε: Ἔ, αὐτά τά ξέρω,… περίμενα κάτι πιό εἰδικό, ἀνώτερο!

Ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἄκουσε αὐτά, τοῦ εἶπε:

–Εἶναι κάτι ἀκόμη πού σοῦ λείπει:

«Ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι».

–Ὅλα ὅσα ἔχεις πούλησέ τα, μοίρασέ τα στούς φτωχούς καί θά ‘χεις θησαυρό στόν
οὐρανό καί ἔλα νά μέ ἀκολουθήσεις σάν μαθητής μου…

Ἔλα, χωρίς φροντίδες γιά τά πολλά σου χρήματα καί κτήματα, χωρίς ἀνησυχίες γιά τό πῶς θά τ’ ἀσφαλίσεις καί θά τά πολλαπλασιάσεις. Μοίρασέ τα μέ ἀγάπη στούς φτωχούς, πού ’χουν ἀνάγκη κι ἔλα ἐλεύθερος νά μέ ἀκολουθήσεις. Νά εἶσαι μαθητής μου παντοτινός. Ὄχι σήμερα νά εἶσαι καί αὔριο ὄχι. Ἀκολουθώντας με θά μάθεις τό δρόμο τῆς ἀγάπης γιά τούς ἄλλους. Θά μάθεις νά προσφέρεις τόν κόπο σου γι’ αὐτούς, χωρίς νά λογαριάζεις ἄν ὁ ἑαυτός σου κοπιάζει. Θά μάθεις νά βρίσκεις, μέ τή θυσία, τό δρόμο πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή.

Ὅμως γιά τέτοια μεγάλα καί τρανά ἰδανικά ἀποδείχτηκε πώς δέν ἦταν ἄξιος ὁ πλούσιος. Εἶχε μεγάλο πόθο! Μά περίμενε χωρίς ἀγώνα καί θυσίες νά τόν πετύχει. Σταμάτησε ὥς ἐκεῖ! Τά πρόσκαιρα τοῦ γέμιζαν τό μάτι. Τόν τραβοῦσαν τοῦ κόσμου οἱ προσωρινές εὐχαριστήσεις.
Ἔμεινε ὥς ἐκεῖ. Ὄχι, δέν ἔμεινε…

Κατακιτρίνισε ἀπό τή λύπη του. Τά πλούτη του εἶχαν κυριεύσει τό χῶρο τῆς καρδιᾶς του. Τήν εἶχαν κάνει στενή. Πολύ στενή! Ἐγκατέλειψε τό Χριστό, γιά νά μή στερηθεῖ τό χρυσό, πού ἀγαποῦσε. Οὔτε καί ζήτησε βοήθεια ἀπό Ἐκεῖνον, πού, χωρίς σίγουρη πίστη, Τόν εἶχε προσφωνήσει Δάσκαλο ἀγαθό.

Τήν ὥρα πού πλησίαζε τό Χριστό νά πεῖ τόν πόθο του γιά τήν αἰώνια ζωή, ἔμοιαζε μέ τόν ἀετό πού εἶχε ἀνοίξει τά φτερά του, γιά νά πετάξει πρός τά ἀστραφτερά, τά φωτόλουστα τοῦ Οὐρανοῦ παλάτια. Ἀλλά μέ μιᾶς τά μάζεψε καί δέθηκε μέ χρυσά σχοινιά κάτω στήν ὕλη, στό χῶμα… Κι ἀντί νά γίνει ἕνας γενναιόδωρος εὐεργέτης τῶν φτωχῶν καί τῶν ἀδικημένων καί ν’ ἀποκτήσει θησαυρό στόν Οὐρανό, ἔμεινε ἕνας φιλάργυρος, ἄξιος ἄλλοι νά γελοῦν εἰς βάρος του κι ἄλλοι νά γογγύζουν. Ἀντί νά γίνει μαθητής τοῦ Χριστοῦ, Τόν ἀρνήθηκε κι ἔφυγε μακριά Του.

Ἀλήθεια! πόσοι νέοι, πόσα παιδιά δείχνουν στήν ἀρχή πόθο νά μάθουν γιά τά οὐράνια!… Πλησιάζουν τόν «ἀγαθὸν Διδάσκαλον»… Ἀκοῦνε τό θεῖο λόγο Του στήν Ἐκκλησία καί στό Κατηχητικό… Ἀνοίγουν κάπου κάπου τήν Ἁγία Γραφή… Διαβάζουν καί μερικά χριστιανικά βιβλία. Ρωτᾶνε νά λύσουν ἀπορίες τους… Ὅμως ἀφήνουν τήν καρδιά τους νά θέλγεται κι ἀπό τίς πρόσκαιρες… χαρές τοῦ κόσμου. Ἔτσι, ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νά ἐκλέξουν ἀποφασιστικά τί θά ἀκολουθήσουν – τό Χριστό καί τό θέλημά Του ἤ τόν κόσμο – τότε ξεκόβουν σιγά-σιγά ἤ καί μονομιᾶς σάν τόν πλούσιο νέο τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἀλλά τί κρίμα! Μακριά ἀπό τό Χριστό εἶναι ἀδύνατο νά βρεῖ κανείς τό δρόμο, πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ κόσμος καί τά δελεαστικά ἀγαθά του κάνουν τόν ἄνθρωπο, πού δίνει σ’αὐτά τήν καρδιά του, σκλάβο τους.

Ὁ Χριστός – μόνον ὁ Χριστός – ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἀδυναμίες καί τά πάθη του καί τοῦ χαρίζει τήν πανίσχυρη δύναμή Του, νά πετᾶ ἐλεύθερος ὅλο καί πιό ψηλά, πρός τά ὡραῖα καί τά μεγάλα, τά πνευματικά καί τά αἰώνια τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν!