Οι Άγιοι Λεόντιος, Υπάτιος και Θεόδουλος, μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Ουεσπασιανού.

Ο Λεόντιος καταγόταν από την Ελλάδα (Αίγινα) και διακρινόταν για το μεγαλοπρεπές και αγέρωχο παράστημά του και τη ρωμαλεότητά του. Σε νεαρή ηλικία κατετάγη στο στρατό και σε όλες τις μάχες επεδείκνυε μεγάλη γενναιότητα και ανδρεία. Γι’ αυτές του τις αρετές προβιβάσθηκε γρήγορα σε υψηλά στρατιωτικά αξιώματα. Διορίστηκε, λοιπόν, στρατηγός στην Αφρική. Παρά τη γρήγορη εξέλιξή του και την υψηλή του θέση, συμπεριφερόταν με πολλή μετριοφροσύνη και τιμιότητα.

Όταν βρισκόταν στην Αφρική διδάχθηκε την χριστιανική πίστη, στην οποία η ευγενής και τίμια ψυχή του ανταποκρίθηκε με θέρμη. Άρχισε να κηρύττει το λόγο του Θεού στους υφισταμένους του και τούς στρατιώτες και όσα χρήματα κέρδιζε τα διέθετε για την ανακούφιση των πτωχών, των χηρών και των ορφανών.

Μαθαίνοντας αυτά τα γεγονότα ο ηγεμόνας της Φοινίκης Αδριανός, έστειλε έναν αξιωματικό λεγόμενο Υπάτιο μαζί με δύο στρατιώτες να συλλάβουν τον Άγιο. Εκείνοι, όταν πήγαν να κάνουν πράξη τη διαταγή, άκουσαν το κήρυγμά του και ασπάσθηκαν το χριστιανισμό ο Υπάτιος και ο ένας από τους στρατιώτες, ο Θεόδουλος.

Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο αφρικανός ηγεμόνας Αδριανός, προσπάθησε με διάφορες υποσχέσεις να τούς κάνει να αρνηθούν την πίστη τους. Γρήγορα κατάλαβε ότι οι Άγιοι παρέμεναν ακλόνητοι, ως γενναίοι στρατιώτες Ιησού Χριστού. Διέταξε λοιπόν τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο του Υπάτιου και Θεόδουλου, τον δε Λεόντιο μαστίγωσε ανηλεώς και, αφού του ξέσκισε με σιδερένια νύχια το δέρμα, τον έκλεισε στη φυλακή. Την επόμενη μέρα, βλέποντας ότι ο Άγιος δεν αλλάζει απόφαση, έδωσε διαταγή να τον θανατώσουν με σκληρά βασανιστήρια. Έτσι, αφού τον ξάπλωσαν στη γη και του έδεσαν τεντωμένα τα χέρια και τα πόδια σε τέσσερις πασάλους, τον χτύπησαν μέχρι να πεθάνει.

Έτσι με το τίμιο αίμα τους, επισφράγισαν την πίστη και την αγάπη τους στο Σωτήρα και Λυτρωτή τους και κέρδισαν τα αμάραντα στεφάνια του μαρτυρίου.

 

Διασκευή από το βιβλίο ” Αγιολόγιο της Ορθοδοξίας” του Χρήστου Δ. Τσολακίδη