Ερώτηση που λάβαμε:

Τι είδη μουσικής θα πρέπει ή δε θα πρέπει να ακούει ένας Ορθόδοξος Χριστιανός?
Συζητώντας με ορισμένους ανθρώπους, υπήρχε η αντίθεση οτι εκτός της Βυζαντινής και της Ελληνικής Παραδοσιακής μουσικής, δεν είναι κακό να ακούει κάποιος και ξενόφερτα είδη μουσικής, είτε είναι κάποια διάφορα είτε είναι εκείνα που έχουν συνδεθεί με παγανισμούς και λατρεία στο Σατανά, ασχέτως αν κάποιος που τα ακούει τα πιστεύει ή οχι. Θα πρέπει να προσκολλώμαστε μόνο στη Παράδοση μας και να αποφεύγουμε ξένα ακούσματα? Ποιά είναι η γνώμη σας?

Η απάντηση της ιστοσελίδας μας:

Είναι αλήθεια πως τραγούδια και σκοποί της παράδοσης μας, συχνά βρίσκονται πολύ κοντά στην Εκκλησιαστική παράδοση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι πολλές παραλλαγές των καλάντων που συναντούμε από τόπο σε τόπο από την Μικρά Ασία μέχρι την Κρήτη και από την Ήπειρο μέχρι την Θράκη, πολλές από τις οποίες περιέχουν βαθιά πνευματικά νοήματα. Επίσης μία έμφυτη ευλάβεια έκανε τους άγνωστους λαϊκούς στιχουργούς να εντάξουν αναφορές π.χ. στην Παναγία ή σε πρόσωπα Αγίων, πλάι σε κάθε θεματολογία τους με έναν τρόπο αβίαστο και φυσικό.

Από την άλλη, η σύγχρονη δυτική μουσική που γνώρισε άνθηση με το δεύτερο μισό του προηγουμένου αιώνα, αποτέλεσε την απόλυτη έκφραση μίας εποχής ανήσυχης. Από τις πρώτες γενιές αμφισβήτησης με τον επιθετικό στίχο στης λεγόμενης κλασικής ροκ, στην ανακάλυψη και στην τελείωση του ηλεκτρικού ήχου, μέχρι αυτό που αποκαλούν κάποιοι σύγχρονο «μετά- επαναστατικό υπαρξιακό κενό» με τραγούδια που εκφράζουν την μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου με κάποια ίσως έντονη απαισιοδοξία ή μηδενιστική τάση. Παράλληλα, η έκρηξη του διαδικτύου έχει κάνει τα πάντα γύρω από την μουσική προσβάσιμα.

Ποια είναι τελικά η θέση του Χριστιανού; Ποιο μονοπάτι να διαλέξει; Υπάρχει άραγε σωστή επιλογή;

Δύο σύγχρονες Άγιες μορφές της Ορθοδοξίας απαντούν με έναν τρόπο που εκ πρώτης όψεως δεν περιέχει «πρέπει» και «δεν πρέπει»: Ο Γέρων Σωφρόνιος του Έσσεξ λέει πως «Η τέχνη αποτελεί το ανώτερο (μεν), υποκατάστατο (δε) του Θεού» ο δε Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς απαντώντας σε έναν νεαρό που τον ρωτούσε για τα λαϊκά τραγούδια του Σέρβικου Λαού, τα χαρακτηρίζει «χρυσόσκονη» του ανθρώπινου πολιτισμού. Και οι δύο υπονοούν κάτι βαθύτερο: Σημασία τελικά έχει πού δίνει ο Χριστιανός την καρδιά του. Μπορούμε να αφουγκραζόμαστε μελωδίες και στίχους που μας συγκινούν, μπορεί να μας εκφράσει σε κάποια ιδιαίτερη στιγμή της ζωής ο λόγος ενός συγκροτήματος, όμως δεν μπορούμε να ταυτιζόμαστε και με την «κουλτούρα» που συνοδεύει οποιοδήποτε είδος μουσικής. Δεν μπορούμε να δοθούμε οριστικά εκεί.

Οφείλουμε αρχικά να διαμορφώσουμε το προσωπικό μας γούστο καλλιεργώντας μέσα μας το κριτήριο του ωραίου. Να μάθουμε δηλαδή να ξεχωρίζουμε την μουσική αισθητική που μας ταιριάζει και δεν υποβιβάζει την νοημοσύνη μας ασκώντας π.χ. διαρκή επίκληση στα κατώτερα ένστικτα. Η μουσική μας να μην είναι μόνο διασκέδαση και «ξεδώσιμο» αλλά και ένας προβληματισμός, ένας στοχασμός, ένα δημιουργικό εσωτερικό άγγιγμα. Έτσι, να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το πραγματικά ωφέλιμο όπου και εάν αυτό υπάρχει.

Κυρίως όμως, να προσέχουμε να μην γίνεται η μουσική μας ένας τρόπος ύπαρξης: Οι απόψεις του καλλιτέχνη, η φιλοσοφία ζωής των «φαν» του, οι ιδεολογικοί χώροι που εκείνοι κινούνται, οι καταστάσεις που δημιουργούνται στις συναυλίες, είναι συχνά αυτό που ονομάζει αλλού εύστοχα ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς ως «κουλτούρα της πτώσεως». Όταν δε η τάση μίας μουσικής σχολής είναι ξεκάθαρα εναντίον των πιστεύω μας μέσω π.χ. επίκλησης στον Σατανά ή μίας εξύμνησης της ακραίας βίας, τότε οφείλουμε αληθινά να προβληματιστούμε για την πραγματική επίδραση της επάνω μας αλλά για τα κίνητρα της ανάγκης μας να βρισκόμαστε σε τέτοια μουσικά μονοπάτια.

Ακόμα όμως και στη δική μας παραδοσιακή μουσική που εμφάνισε τελευταία μία άνθηση μεταξύ νέων ανθρώπων, ελλοχεύει μερικές φορές ο κίνδυνος αφενός να γίνει καθαρά προϊόν μιμητισμού και προσπάθειας αδέξιας επαναφοράς στο σήμερα εποχών πολύ πιο απονήρευτων και αγνών από την δική μας, αφετέρου να υπάρξει μια απενοχοποίηση λόγων και αισθήσεων, υπό τον μανδύα μάλιστα του «παραδοσιακού» και του «γνήσιου» με πρακτικές τελικά μάλλον ξένες προς τον λόγο του Ευαγγελίου.

Κλείνοντας, υπάρχει μία ιδιαίτερη προσωπική σχέση με την μουσική που αγαπούμε: Αυτή μπορεί και πρέπει να μας συγκινεί, να μας ταξιδεύει, να μας ψυχαγωγεί, να μας κάνει να στοχαζόμαστε, ακόμα και να εκφράζει εύστοχα κάποιες ανήσυχες στιγμές της ζωής μας, αλλά δεν μπορεί να μας την υπαγορεύει. Αυτό το τελευταίο το έχει αναλάβει ο λόγος κάποιου Άλλου…