Ερώτηση που λάβαμε:
Τις τελευταίες μέρες ακούσαμε πολλά για το δημοσιογράφο Αλέξανδρο Βέλλιο που επέλεξε να φύγει αξιοπρεπώς με “μη υποβοηθούμενη ευθανασία”. Ξέρουμε ότι η Εκκλησία δε δέχεται την αυτοκτονία, ωστόσο δεν είναι πολύ “ανελεύθερο” εκ μέρους ενός κράτους να μη δίνει το δικαίωμα σε κάποιον να πεθάνει/αυτοκτονήσει εφόσον ο ίδιος το επιλέξει; Το ότι ο εισαγγελέας επενέβη για τις συνθήκες θανάτου του κ. Βέλλιου μην τυχόν και είχε βάλει θανατηφόρα ένεση και μην τυχόν κάποιος γιατρός ή άλλος τον βοήθησε δεν είναι ένδειξη στέρησης της ελευθερίας του να επιλέξει ακόμα και το κατά το Χριστιανισμό λάθος, δηλαδή την ευθανασία στο χρόνο που εκείνος ήθελε;
Η απάντηση της ιστοσελίδας μας:
Από νομικής πλευράς, το ζήτημα της ευθανασίας που θίγεται με την συγκεκριμένη ερώτηση, είναι αρκετά περίπλοκο και συνδέεται με προβλήματα που δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθούν διεξοδικά στο πλαίσιο αυτής της απάντησης.
Συνοπτικά αναφέρουμε ότι στο ελληνικό δίκαιο, όπως και σε άλλα δίκαια, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες ρυθμίσεις που να θεσπίζουν τα δικαιώματα του ανιάτως πάσχοντος και αντίστοιχες υποχρεώσεις του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού σε σχέση με την ευθανασία. Για το λόγο αυτό, η εξέταση του θέματος γίνεται με βάση τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 2 (προστασία ανθρώπινης αξιοπρέπειας) και 5 (ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας), τις διατάξεις της Σύμβασης περί Βιοιατρικής (Σύμβαση του Οβιέδο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και την Βιοϊατρική, την οποία η Ελλάδα κύρωσε με τον ν. 2619/1998) και τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Από τις παραπάνω διατάξεις, ορισμένοι νομικοί έχουν εισαγάγει στο νομικό κόσμο, την έννοια του «δικαιώματος για ένα αξιοπρεπή θάνατο». Το δικαίωμα αυτό αναφέρεται στη δυνατότητα του ατόμου να «ρυθμίσει» τις τελευταίες στιγμές της ζωής του και να λάβει τις κατάλληλες αποφάσεις, ώστε τα τέλη του να είναι ανώδυνα, διότι δεν επιτρέπεται να εξαναγκασθεί να ζήσει, εάν αυτό συνδέεται με συνθήκες που τις αντιλαμβάνεται ως μαρτύριο. Όμως, το περιεχόμενο αυτού του δικαιώματος είναι ασαφές και αμφίβολο και γεννά πολλά προβλήματα. Ακριβώς αυτά τα προβλήματα αναδεικνύονται από μια άλλη μερίδα νομικών, οι οποίοι υπογραμμίζουν τις υποψίες για τη δραστηριότητα των εμπλεκομένων στη διαδικασία αυτή (π.χ. συγγενών), την αδήριτη ανάγκη για ασφάλεια των ασθενών, εκ των οποίων ορισμένοι δεν επικοινωνούν με το περιβάλλον, την ανάγκη κατοχύρωσης των γιατρών, καθώς και τη διαφύλαξη της σχέσης εμπιστοσύνης που πρέπει να συνδέει τον γιατρό με τον ασθενή.
Για το αν είναι “ανελεύθερες” οι σχετικές ενέργειες όπως αυτές που έγιναν στον κ. Βέλλιο από το κράτος: δεν είναι αρκετό για το κράτος να είναι “ουδέτερο” ή απλά να προστατεύει την ελευθερία και τα δικαιώματα των πολιτών του. Παράλληλη οφείλει να εξετάζει το ηθικό περιεχόμενο των “δικαιωμάτων” αυτών και να υπερασπίζεται πανανθρώπινες αξίες που εξασφαλίζουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αληθινή ποιότητα ζωής και υψηλό επίπεδο πολιτισμού.
Η προσέγγιση της Εκκλησίας στο ζήτημα της ευθανασίας, στηρίζεται στην Αγία Γραφή και την ιερά παράδοση, φωτίζοντας το ανεπανάληπτο δώρο της ζωής.
Η ανθρώπινη ζωή αποτελεί υπέρτατο δώρο του Θεού, η αρχή και το τέλος του οποίου βρίσκονται στα πανάγαθα χέρια του και μόνον (Ιώβ, ιβ’ 10), διότι Αυτός είναι ο χορηγός της ζωής. Για το λόγο αυτό, οι στιγμές της ζωής μας που συνδέονται με την αρχή και το τέλος της, κρύβουν μέσα τους μια μοναδική ιερότητα, που απαιτεί ιδιαίτερο σεβασμό εκ μέρους των συγγενών, των ιατρών, των νοσηλευτών και της κοινωνίας.
Αυτές οι στιγμές ευνοούν τον σύνδεσμο των ανθρώπων, την ανάπτυξη της αγάπης, την εκδήλωση ευσπλαχνίας και ελέους. Σε κάθε περίπτωση, ο πόνος, όπως και κάθε δοκιμασία, μπορεί να γίνει «συνεργός πρός σωτηρίαν» και να αποδειχθεί «κρείττων καί αὐτῆς τῆς ὑγείας», πιο ευεργετικός δηλαδή και από την ίδια την υγεία, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά (ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1985, τ.9. σελ. 264). Η δοκιμασία μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στη μετάνοια και την αιώνια σωτηρία, που τελικά αποτελεί και το αληθινό νόημα της ανθρώπινης ζωής.
Παράλληλα, οι πιστοί σε κάθε Θεία Λειτουργία ζητούμε από τον φιλάνθρωπο Κύριο να μας χαρίσει την απαλλαγή «από πάσης θλίψεως, κινδύνου και ανάγκης» και «τέλη χριστιανά, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά». Σε μια κοινωνία λοιπόν, που θέλει εγωιστικά να αποφασίζει για τη ζωή και τον θάνατο, η Εκκλησία διδάσκει τον άνθρωπο να προσεύχεται για τη ζωή και τον θάνατο.
Τελικά, η ευθανασία παρότι εμφανίζεται ως «αξιοπρεπής θάνατος», στην ουσία αποτελεί υποβοηθούμενη αυτοκτονία∙ ενώ παρουσιάζεται ως νομικό δικαίωμα, συνιστά φρικτή υποταγή στην εξουσία του θανάτου∙ ενώ προβάλλεται ως ιατρικό επίτευγμα της εποχής μας, δεν είναι τίποτε περισσότερο από έλλειψη αγάπης και πίστης στην κοσμοσωτήρια Ανάσταση του Χριστού μας∙ παρότι υποτίθεται ότι αναδεικνύει την «προοδευτικότητα» της κοινωνίας μας, στην πραγματικότητα είναι παρακμιακό κοινωνικό φαινόμενο απαξίωσης του ανθρώπου.
Η Εκκλησία μας διακηρύσσει ότι «αγαπώ» δεν σημαίνει απαλλάσσω τον άλλο από το βάρος της ζωής, αλλά σηκώνω και εγώ το βάρος του πόνου του και του προσφέρω την αλήθεια και την αγάπη του Θεού. Δεν τον εγκαταλείπω οδηγώντας τον με τον τρόπο αυτό στην ευθανασία, αλλά του συμπαραστέκομαι και του προσφέρω ουσιαστική ελπίδα, ενισχύοντας την αγάπη του για τη ζωή: την αληθινή ζωή, που για τους πιστούς συνεχίζεται και μετά τον θάνατο!
Τρανή απόδειξη όλων αυτών στην καθημερινή πραγματικότητα, είναι το γεγονός ότι η μοναδική στην Ελλάδα, Μονάδα Ανακουφιστικής Φροντίδας ογκολογικών ασθενών τελικού σταδίου (Γαλιλαία), έχει ιδρυθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία και ανακουφίζει καθημερινά τον πόνο πολλών συνανθρώπων μας και των οικογενειών τους, προσφέροντάς τους ανυπολόγιστη συμπαράσταση.
Δημοσιεύτηκε παραπάνω η απάντηση της ιστοσελίδας μας.