Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Εορτής των Εισοδίων της Παναγίας
Λουκά  ι΄  38-42
38  Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτοὺς καὶ αὐτὸς εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. 39 καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ  Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. 40 ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται. 41 ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· 42
ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς.

Πανηγύρι πραγματικό! Ενθουσιασμός! Της ψυχής χαρά ασυγκράτητη… Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, καθώς όδευε προς τα Ιεροσόλυμα, «εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά», μια μικρή πολίχνη κοντά στην πρωτεύουσα, την Βηθανία. Εκεί «γυνὴ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς». Ήταν η αδελφή του φίλου Του Λαζάρου αυτή, που άνοιξε το σπίτι της διάπλατα, για να δεξιωθεί και να φιλοξενήσει για λίγο το λατρευτό Διδάσκαλο.
«Καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία». Και αυτή έδωσε επίσης ζωηρό το «παρών» στην άφιξη του Κυρίου. Μάλιστα, με πολλή απλότητα, ηρεμία, ταπείνωση αλλά και πνευματική δίψα, «παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ  Ἰησοῦ», ως ταπεινή μαθήτριά Του, «ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ». Αφοσιώθηκε στο ν’ ακούει την ουράνια Του διδαχή, μεταρσιωμένη, εκστατική. Άκουγε, και χόρταινε η ψυχή της και γέμιζε από ευσέβεια, κατάνυξη και αγάπη θεϊκή.
Στο μεταξύ «ἡ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν». Αεικίνητη, γεμάτη έγνοιες, έσπευδε να τα προλάβει όλα, να παρουσιάσει στον υψηλό  επισκέπτη  της μια τέλεια φιλοξενία. Κάποια στιγμή όμως συνειδητοποίησε την τόσο διαφορετική στάση της αδελφής της, την ερμήνευσε ως οκνηρία ή αδιαφορία και παραπονέθηκε. «Ἐπιστᾶσα », στάθηκε κοντά στον Κύριο και σταματώντας για λίγο το αγχώδες τρέξιμο της, είπε με παράπονο σεμνό.
«Κύριε, οὐ μέλει σοι» δεν σ’ ενδιαφέρει, λοιπόν, καθόλου, «ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν;»; Κοίταξε την πως στρογγυλοκάθισε κοντά Σου και αδιαφορεί για την περιποίηση Σου, αφήνοντάς με μόνη να «σκοτώνομαι» εγώ… «Εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται»! Υπόδειξε της, δώσε της Εσύ εντολή να με βοηθήσει, να δώσει ένα χέρι στην προετοιμασία!
Τότε «ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς», ό τέλειος Διδάσκαλος, ο αδέκαστος κριτής, ο καρδιογνώστης. «Μάρθα, Μάρθα» – τι απαλή, στοργική επιτίμηση! – «μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά». Φροντίζεις και διασπάσαι και ζαλίζεσαι με πολλά πράγματα, δευτερεύοντα και περιττά. «ἑνὸς δέ ἐστι χρεία». Ενώ ένα κυρίως χρειάζεται Ο άνθρωπος, τη γαλήνη της ψυχής του, δηλαδή τον Θεό! Η Μαρία, που την κατηγορείς, «τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο». Έκανε την άριστη εκλογή! Και σου το βεβαιώνω, για να το γνωρίζεις. «Οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς». Δεν θα την αφήσω να στερηθεί και να χάσει αυτήν την «ἀγαθήν μερίδα». Ποτέ!
Διπλή η διαβεβαίωση. Και συγκινητική. Ότι ο λόγος του Θεού είναι η «ἀγαθή μερίδα». Και ότι όσοι τον αποζητούν δεν θα τον χάσουν, δε θ’ αστοχήσουν, δε θ’ απογοητευθούν ποτέ. Ο Λόγος του Θεού. Πού Εκείνος μίλησε αυθεντικά, μας γνωστοποίησε την Αλήθεια. Και ό Θεός Λόγος. Εκείνος που μάς έδειξε στη ζωή Του τη θεϊκή τελειότητα, το άφθαστο μεγαλείο. Ο Λόγος του Θεού! Που τόσο τον πόθησαν οι Δίκαιοι της Π. Διαθήκης, ο Αβραάμ, που «ἠγαλλιάσατο να ἴδει τήν ἡμέραν» Του, ο Δαβίδ, που με τόση ευλάβεια αναφερόταν στον απόγονο του με τη φράση «τῷ Κυρίω μου», ο Θεοδόχος Συμεών και ή Προφήτις, θυγάτηρ Φανουήλ, Αννα.
Και πάνω απ’ όλους ή Κεχαριτωμένη, η υπέρτερα όλων των Αγίων, η σεμνοτέρα των Αρχαγγέλων, η καθαρωτέρα ακόμη και των ηλιακών λαμπηδόνων, Αυτή πού αγάπησε, λάτρευσε, αφοσιώθηκε στον Άγιο Θεό ασυγκρίτως περισσότερο καί από τα Χερουβίμ!
Ήλθε – κατά την παράδοση – μικρό παιδάκι στο Ναό των Ιεροσολύμων, όχι μόνο, επειδή την είχαν τάξει οι γονείς της, αναγκαστικά, μα ολόψυχα, επειδή προς τα εκεί την τραβούσε ή αγνότατη ψυχή της. Και έμεινε δώδεκα χρόνια εκεί, υπηρετώντας στα «σκηνώματα του Θεού» και λησμονώντας «τόν λαόν της καί τόν οἶκον τοῦ πατρός της» (Ψ. μδ’ 11). Έμεινε ολότελα άθικτη απ’ την κακία και την ξιππασιά του κόσμου, με τον λογισμό και τους πόθους της προσκολλημένα στον ουρανό, στη θεία λατρεία!
Ο ύμνος, που αυθόρμητα συνέθεσε όταν συναντήθηκε με την Ελισάβετ, δείχνει πόσο βαθιά γνώριζε την Αγ. Γραφή (Λουκά α’ 46-55). Αλλά κι αργότερα, μολονότι Μητέρα πανσέβαστη του Χριστού, πόσο ταπεινά Τον ακολουθούσε ως απλή μαθήτρια Του και καθόταν «παρά τούς πόδας» Του, μαζί με το λαό, για να ακροάται προσεκτικά κι αυτή το θείο λόγο! Κι έφθασε ακλόνητα πιστή στο Θεό Λόγο και πάλι «παρά τους πόδας αυτοῦ» αφοσιωμένη, κατά τις φοβερές, τις συνταρακτικές, ώρες του Σταυρου…
Αυτή, λοιπόν, υπήρξε όντως η «Μαρία», η οποία «τήν ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο». Αυτή ανεδείχθη «ὁ καθαρώτατος ναός τοῦ Σωτήρος», «τό ἱερόν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ». Καθώς, λοιπόν, «ἐν Ναῷ τοῦ Θεοῦ τρανῶς ἡ Παρθένος» σήμερα «δείκνυται», ας την θαυμάσουμε, ας αντιληφθούμε το μυστικό μεγαλείο της, την εύστοχη εκλογή της, κι ας αναζητήσουμε κι εμείς «τήν ἀγαθήν μερίδα».
Βεβαίως, δε θ’ αδιαφορήσουμε για τα τρέχοντα ζητήματα της ζωής, για τη μόρφωση, τη δουλειά, το συνετό βιοπορισμό. Οπωσδήποτε όμως, δεν πρέπει να «μεριμνούμε και να τυρβαζόμεθα», να αποτελματωθούμε σ’ αυτά.
«Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας»! «Τήν ἀγαθήν μερίδα» να ποθήσουμε και να επιδιώξουμε κι εμείς! Τον Λόγον του Θεού! Την Αλήθεια, που κρυστάλλινη αναβρύζει απ’ την Αγ. Γραφή! Τη θεία λατρεία και την Κοινωνία τού Χριστού, του Θεού Λόγου!
Ν’ ακολουθήσουμε κι εμείς τα ίχνη της Πανάγνου.  Κάτι  ελάχιστο να οικειωθούμε από την Αγάπη της, από τη Χάρη της, από το έκπαγλο θεϊκό Φως της…

(Από το περιοδικό «Προς τη Νίκη», τ.511/14-11-1993)