Ερώτηση που λάβαμε:

Γίνεται κάποιος που πιστεύει να έχει ψυχολογικά προβλήματα; τι λέει η εκκλησία για αυτά; μήπως απορρέουν από τους σύγχρονους ρυθμούς ζωής – ακόμα και από την γενικότερη ηθική κατάρρευση της κοινωνίας μας; είναι η πίστη το πλέον θεράπον φάρμακο για τέτοιου τύπου διαταραχές ή η θεραπεία βασίζεται σε συγκεκριμένους επαγγελματικούς κλάδους με ό,τι και αν αυτοί πρεσβεύουν(ψυχολογία, ψυχιατρική, ψυχοθεραπεία…);

Η απάντηση της ιστοσελίδας μας:

Στην πορεία της ζωής μας υπάρχουν στιγμές που παρουσιάζονται προβλήματα που απαιτούν πρακτική λύση. Και καθώς ο Θεός έδωσε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να σκέφτεται, να ανακαλύπτει και να προωθεί την επιστήμη, έτσι ως δώρο δικό Του θα καταφύγει στην Ιατρική όταν εκδηλωθεί κάποια λοίμωξη αναζητώντας παθολόγο, σε κάποιο ενδοκρινολογικό πρόβλημα θα αναζητήσει ενδοκρινολόγο και για ένα αυτοάνοσο νόσημα θα συμβουλευτεί ρευματολόγο. Κατά παρόμοιο τρόπο, για ένα ψυχιατρικό ή ψυχολογικό  νόσημα ο πιστός θα απευθυνθεί σε ψυχίατρο ή ψυχολόγο. Εδώ οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι συχνά υπάρχει μια παρερμηνεία που ξεκινά από τη χρήση της λέξης ψυχή με δυο διαφορετικές έννοιες. Έτσι, ενώ στην Εκκλησία με τον όρο ψυχή εννοούμε την αθάνατη πνοή του Θεού μέσα μας, στις επιστήμες της ψυχιατρικής με τον όρο ψυχή εννοούνται οι σκέψεις, τα συναισθήματα και συμπεριφορές του ανθρώπου. Επομένως, εξυπακούεται ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της ψυχιατρικής επιστήμης και της σωτηρίας της ψυχής, έργο που αναλαμβάνεται μέσα στην Εκκλησία. Συχνά, ο ίδιος ο Πνευματικός μπορεί να παραπέμψει έναν εξομολογούμενο σε κάποιον ειδικό επιστήμονα ανιχνεύοντας κάποια αρχόμενη ψυχοπαθολογία(με την ιατρική έννοια του όρου), χωρίς σε καμία περίπτωση ο ίδιος να σταματήσει να ασκεί το διακόνημα της πνευματικής πατρότητας. Νοσήματα όπως η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, ψυχώσεις ή όπως η σχιζοφρένεια δεν είναι φρόνιμο να αφεθούν χωρίς ειδική θεραπεία.

Πρακτικά λοιπόν, η ψυχιατρική και η ψυχολογία ασχολούνται με νοσήματα της κτιστής φύσης του ανθρώπου και τις λεπτομέρειες της καθημερινότητάς του προσπαθώντας να επιτύχουν τη βέλτιστη προσαρμογή του στα προβλήματα της ζωής, ενώ η συνειδητή πίστη και η πνευματική πορεία του Χριστιανού μέσα στην Εκκλησία έχει σαν σκοπό την απαλλαγή από τα πάθη του, τον φωτισμό, τον αγιασμό και τη θέωσή του.

Στο ερώτημα αν θα μπορούσε η πίστη να θεραπεύσει αυτές τις διαταραχές  και μήπως αυτές  στην ουσία απορρέουν από τους σύγχρονους ρυθμούς ζωής, η αλήθεια είναι ότι πράγματι από τη στιγμή που μπήκε το κακό στη ζωή μας, από τη στιγμή της εξορίας μας από τον Παράδεισο όλα αυτά τα δείγματα φθοράς της ανθρώπινης φύσης αυξάνονται με αλματώδεις ρυθμούς. Κατά συνέπεια, όσο πιο κοντά στον Κύριο ζούμε –όπως οι Πρωτόπλαστοι στον Παράδεισο-, όσο πιο αγία αγωνιζόμαστε να είναι η ζωή μας, ή όπως έλεγε ο άγιος Πορφύριος «όσο πιο πολύ Χριστό βάζουμε στη ζωή μας, τόσο λιγότερος χώρος θα μένει για το κακό. Βάλτε το Χριστό στη ζωή σας, έλεγε, και όλα τα κακά θα φύγουν».  Αυτό ισχύει για κάθε σημάδι της φθοράς των «δερματίνων χιτώνων» που φέρουμε μετά την πτώση. Όσο υπάρχουν αυτά τα σημάδια της φθοράς, θα χρησιμοποιούμε (ως θεόσδοτο δώρο πάντα) την επιστήμη που αγωνίζεται κατά το δυνατό να τα θεραπεύσει ή έστω να τα βελτιώσει.