Ευαγγελικό Ανάγνωσμα: Ματθ. δ΄ 18-23
18 Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. 19 καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. 20 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. 21 Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῷ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. 22 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ.23 Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.
Όμορφο πού ἦταν τό πρωινό στή λίμνη τῆς Γενησαρέτ! Τό τοπίο γύρω καθαρό μέσα στό γαλάζιο φόντο τοῦ οὐρανοῦ. Τά νερά γαλήνια, μεταδίδουν στήν ψυχή μιά ἀλλιώτικη χαρά. Τό ἁπαλό, δροσερό ἀεράκι χαρίζει εὐδιαθεσία καί σφρίγος γιά δουλειά. Ψαροπούλια πετοῦν πρόσχαρα μέ χαρακτηριστικούς κρωγμούς. ῾Η πόλη πιό πέρα, ἡ Καπερναούμ, τώρα ξυπνᾶ. Ψαράδες ἐδῶ καί ᾿κεῖ, στήν ἀκρολιμνιά ἢ στό βάθος, στά γραφικά πλοιάριά τους, ρίχνουν γιά τελευταία φορά
τά δίχτυα κι ἄλλοι τά ἔχουν μαζέψει κι ὅλας γιά νά τά συγυρίσουν.
Εκεῖ φάνηκε καί ὁ Διδάσκαλος, «περιπατῶν ὁ ᾿Ιησοῦς παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας».᾿Εκεῖ ἀκριβῶς συνάντησε «Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ ᾿Ανδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ». Κι ἦταν πολύ ἀπασχολημένοι αὐτοί, καθώς ἔριχναν «ἀμφίβληστρον», κάτι σάν τράτα, «εἰς τὴν θάλασσαν». ᾿Απ᾿ αὐτό, βλέπετε, ζοῦσαν, αὐτό ἦταν τό ἐπάγγελμά τους. «῏Ησαν γὰρ ἁλιεῖς». ᾿Εκεῖ τούς ἀπηύθυνε καί τή μεγάλη κλήση.
–«Δεῦτε ὀπίσω μου»! ᾿Ελᾶτε κοντά μου! ᾿Ακολουθῆστε με! Θά σᾶς ἀναθέσω ἐγώ
κάποιο ἄλλο, παρόμοιο θά ᾿λεγα, ἀλλά ἀσύγκριτα πιό σπουδαῖο ἔργο. «Ποιήσω ὑμᾶς
ἁλιεῖς ἀνθρώπων»!
Σήκωσαν τό κεφάλι ξαφνιασμένοι οἱ δυό ἀδελφοί. Στά χέρια κρατοῦσαν ἀκόμη τάδίχτυα. ῎Ω, ὁ Διδάσκαλος! ῾Ο ᾿Ιησοῦς! Τόν εἶχαν γνωρίσει πρίν λίγο καιρό στόν Ιορδάνη! Τόν εἶχαν ἀκούσει νά μιλάει! Τώρα τελευταῖα εἶχαν δεῖ καί κάποια θαύματα, πού ἐπιτέλεσε μέ δύναμη θεϊκή!
῞Ωστε, λοιπόν, τούς προσκαλεῖ, τούς θέλει. Ζητάει ὁριστικά πιά νά Τόν ἀκολουθήσουν καί νά γίνουν λέει ψαράδες ἀνθρώπων… Δέν τό καταλάβαιναν αὐτό ἀπόλυτα. Μά ἔνιωθαν ὅτι κάτι μεγάλο, κάτι πολύ ἱερό καί πολύ σπουδαῖο ἦταν. ῎Εκαναν τήν ἀποφασιστική κίνηση καί μάζεψαν βιαστικά τά δίχτυα τους ρίχνοντάς τα στή βάρκα. «Εὐθέως»! Χωρίς δισταγμό ἢ χρονοτριβή. Καί «ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ»!
Στό μεταξύ ὁ Κύριος συνέχισε τό βάδισμα στή μαλακή ἀμμουδιά! «Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς». Αὐτοί ἦταν μέσα στή βάρκα τους «μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρός αὐτῶν» καί ἐπιδιόρθωναν «τὰ δίκτυα αὐτῶν». ῏Ηταν ὁ «Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης».
–«Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ἡμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων» ἐπανέλαβε καί σ᾿ αὐτούς
ὁ Κύριος. Καί «ἐκάλεσεν αὐτούς».
Σέ καλεῖ ὁ Θεός!
Κι ἐκεῖνοι, γνωστοί ἐπίσης ἀπό τόν ᾿Ιορδάνη, ὅπου μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Τίμιος Πρόδρομος τούς εἶχε δείξει τόν Μεσσία, «εὐθέως» μέ ἴδια προθυμία καί πίστη, «ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ». ᾿Ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στή μεγάλη κλήση! Κι ἔγιναν, ὅπως τό ἄκουσαν στήν ἱστορική ἐκείνη κι ἀλησμονήτη μέρα· «ἁλιεῖς ἀνθρώπων», ᾿Εργάτες ῞Αγιοι τοῦ Εὐαγγελίου, Συνεργοί καί ᾿Απόστολοι τοῦ Χριστοῦ!
«Ἁλιεῖς ἀνθρώπων»! Μέσα ἀπ᾿ τήν ταραγμένη θάλασσα τοῦ βίου, ν᾿ ἁρπάζεις καί νά σώζεις ναυαγούς, γιά νά τούς φέρεις στό λιμάνι τοῦ Θεοῦ! Μέσα ἀπ᾿ τ᾿ ἀφρισμένα κύματα τῶν παθῶν νά ἕλκεις καί νά ὑψώνεις λογικά πλάσματα, εἰκόνες, τοῦ Θεοῦ, πρός τήν εὐπρέπεια τῆς ἀρετῆς, τή μόνη ἀντάξια τοῦ προορισμοῦ τους! Μέσα ἀπ᾿ τό σκοτάδι καί τή βουβαμάρα τῆς ἄγνοιας
νά τούς ὁδηγεῖς στό φῶς! Νά γίνεσαι ὄργανο Θεοῦ, γιά νά σωθοῦν αἰώνια κάποιες ψυχές!
«Ἁλιεῖς». Βέβαια κι ἐδῶ χρειάζεται πολλή ὑπομονή, ἀπαιτεῖται ἀγάπη κι ἀφοσίωση στό ἔργο. ᾿Αλλά καί κάποια πείρα καί τέχνη εἶναι ἀναγκαία. Καί καρτερία στόν κόπο…
«Ἁλιεῖς». ῎Οχι γιά ἄφωνα καί ἀνόητα ψάρια, ἀλλά γιά ψυχές «ἀνθρώπων»! ῎Οχι γιά ἐκμετάλλευση καί προσωπικά ὀφέλη, ἀλλά γιά τό καλό καί τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!
«Ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Πόσο μᾶς ἔχουν λείψει σήμερα.
῎Εχουμε μηχανικούς νά χτίζουν οὐρανοξύστες καί νά τρυποῦν βουνά καί νά ἑνώνουν ποτάμια καί θάλασσες ἀκόμη. ῎Εχουμε μηχανολόγους γιά ὑπεραυτόματες μηχανές, γιά δορυφόρους καί τηλεπικοινωνίες. ῎Εχουμε νομικούς καί ἀστυνομικούς, γιά νά ἁλιεύουν τούς ἐνόχους.
Μᾶς χρειάζονται ὅμως τόσο πολύ καί οἱ ἄλλοι πού μέ τή σαγήνη τῆς ᾿Αλήθειας θά περιμαζέψουν τίς ψυχές στό λιμάνι τῆς ᾿Εκκλησίας. Πού θά προλάβουν τό κακό, πού θά προλάβουν πρίν τό κατρακύλισμα τά νιάτα, πού θά σμιλεύσουν χαρακτῆρες ἐξαγιασμένους «ἐν Χριστῷ», πού θά χαρίσουν στήν τεχνολογία μας πνοή, στήν κοινωνία θεία Χάρη, στόν κόσμο ζεστασιά ἀνθρωπιᾶς καί φῶς.
Καί σήμερα ὁ Χριστός καλεῖ: «Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Σκεφθεῖτε τήν τιμή, τήν ὕψιστη ἀποστολή, τήν κραυγή τῶν καιρῶν, τήν ἱστορική σας εὐθύνη. Κι ἂν αἰσθανθεῖτε κάποια φωνή μυστική στήν ψυχή σας νά ἐπαναλαμβάνει «Δεῦτε ὀπίσω μου», ἄν κάποιο φῶς καταυγάσει τό νοῦ σας μέ τό ὅραμα-ἰδανικό «ἁλιεῖς ἀνθρώπων», ἂν κάποια φλόγα, φουντώσει ἐντός σας ἀκράτητη μπροστά στήν ὑπόσχεση τοῦ Θεανθρώπου «ποιήσω ὑμᾶς», μή διστάσετε.
᾿Αφῆστε τά δίχτυα καί τή βάρκα, ὅσους μικρόψυχους προβληματισμούς καί περισπασμούς, καί ξεκινῆστε. Γιά τούς ἀνθρώπους! Γιά τίς ψυχές! Γιά τό Χριστό!
᾿Εκεῖνος, «ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας», θά σᾶς ἐνδυναμώσει, θά σᾶς φωτίσει. ᾿Εκεῖνος, ὁ «δι᾿ αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας», θά χαρίσει ἐπιτυχία σέ κάθε προσπάθειά σας.
᾿Εκεῖνος, κάποτε, θά σᾶς ἀνταμείψει καί θά σᾶς δοξάσει…